έριο

έριο
волна

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • έριο — το (AM ἔριον Α ιων. τ. εἴριον) 1. το τρίχωμα που καλύπτει το δέρμα τών ζώων και ιδιαίτερα τού προβάτου, το μαλλί 2. (κατ’ επέκτ.) το φυτικό έριο, το χνούδι μερικών φυτών που μοιάζει με το ζωικό έριο αρχ. φρ. α. συνεκδ. «ἔριον τῆς ἀράχνης» ο ιστός …   Dictionary of Greek

  • έριο — το τρίχωμα προβάτου, μαλλί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Εριό, Εντουάρ — (Éduard Herriot, 1872 – 1957). Γάλλος πολιτικός. Γιος αξιωματικού, σπούδασε στα καλύτερα σχολεία της Γαλλίας και αποφοίτησε από το ανώτατο εκπαιδευτήριο École Normale Supérieure (1894). Ασχολήθηκε με τη μελέτη της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας… …   Dictionary of Greek

  • εριοφόρος — ο (AM ἐριοφόρος, ον) αυτός που φέρει ή παράγει έριο ή ουσία όμοια με έριο νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το εριοφόρο γένος φυτών τής οικογένειας τών κυπειρωδών 2. φάρμακο το οποίο δίνεται για την καταπολέμηση σκουληκιών που αναπτύσσονται στα έντερα… …   Dictionary of Greek

  • εριούχος — ο 1. αυτός που περιέχει έριο, ο μάλλινος 2. το ουδ. ως ουσ. το εριούχο ύφασμα από έριο, ερέα, μάλλινο. [ΕΤΥΜΟΛ. < έριο( ν) + ούχος (< έχω). Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Αναστ. Κωνσταντινίδη] …   Dictionary of Greek

  • κεΐβη ή εριόδενδρο — Δέντρο της οικογένειας των βομβακιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενές των τροπικών χωρών της Νότιας Αμερικής, που φθάνει σε ύψος τα 20 μ. Η επιστημονική του ονομασία είναι κ. η κασεάρεια ή εριόδενδρο το ανφρακτουόζο. Έχει φύλλα παλαμοειδή και μεγάλα… …   Dictionary of Greek

  • ἔρι' — ἔρια , ἔριον wool neut nom/voc/acc pl ἔριο , ἔρομαι ask aor imperat mid 2nd sg (doric) ἔριο , ἔρομαι ask pres imperat mp 2nd sg (epic doric) ἔριο , ἔρομαι ask aor ind mid 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρος — (I) ἔρος, ὁ (Α) ποιητ. τ. αντί έρως, βλ. έρωτας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. τού έρως*]. (II) ἔρος, τὸ και ιων. τ. εἶρος (Α) (μόνο εν συνθέσει) το έριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. τού είρος «ἐριο, μαλλί»] …   Dictionary of Greek

  • είρος — εἶρος, το (Α) 1. έριο 2. γναφάλλιον 3. είδος πυρετού. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. έριο] …   Dictionary of Greek

  • μαλλί — Κοινή ονομασία για το έριο, υφαντική ίνα η οποία λαμβάνεται κυρίως από το τρίχωμα του προβάτου, αλλά και άλλων μηρυκαστικών θηλαστικών όπως το μ. αλπακά, βικούνιας, λάμας, καμήλας, καθώς και το μ. μοχέρ (από την capra angorensis) και κασμίρ (από… …   Dictionary of Greek

  • τἄρι' — Ἄρια , Ἄριος neut nom/voc/acc pl Ἄρια , Ἄριος neut nom/voc/acc pl Ἄριε , Ἄριος masc voc sg Ἄριε , Ἄριος masc/fem voc sg Ἄριαι , Ἄριος fem nom/voc pl Ἄριι , Ἄρις fem dat sg (epic doric ionic aeolic) Ἄριε , Ἄρις fem nom/voc/acc dual (epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”